ανάχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάχωμα τα αναχώματα
      γενική του αναχώματος των αναχωμάτων
    αιτιατική το ανάχωμα τα αναχώματα
     κλητική ανάχωμα αναχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάχωμα < ελληνιστική κοινή ἀνάχωμα < ἀνά + χώννυμι / χωννύω < αρχαία ελληνική χόω

Ουσιαστικό

ανάχωμα ουδέτερο

  1. η κατά μήκος φυσικού ή τεχνητού ανοίγματος συσσώρευση χωμάτων από εκσκαφή
  2. το μικρό φράγμα από χώμα για τον έλεγχο ή περιορισμό του νερού
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός ή εμπόδιο στη δράση κάποιου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.