ανάχωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάχωμα | τα | αναχώματα |
| γενική | του | αναχώματος | των | αναχωμάτων |
| αιτιατική | το | ανάχωμα | τα | αναχώματα |
| κλητική | ανάχωμα | αναχώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάχωμα < ελληνιστική κοινή ἀνάχωμα < ἀνά + χώννυμι / χωννύω < αρχαία ελληνική χόω
Ουσιαστικό
ανάχωμα ουδέτερο
- η κατά μήκος φυσικού ή τεχνητού ανοίγματος συσσώρευση χωμάτων από εκσκαφή
- το μικρό φράγμα από χώμα για τον έλεγχο ή περιορισμό του νερού
- (μεταφορικά) οτιδήποτε λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός ή εμπόδιο στη δράση κάποιου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.