πρόχωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόχωμα | τα | προχώματα |
| γενική | του | προχώματος | των | προχωμάτων |
| αιτιατική | το | πρόχωμα | τα | προχώματα |
| κλητική | πρόχωμα | προχώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόχωμα < (ελληνιστική κοινή) πρόχωμα < πρό + αρχαία ελληνική χῶμα < χόω / χώννυμι
Ουσιαστικό
πρόχωμα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) οχύρωμα που έχει κατασκευαστεί με συσσώρευση όγκων χώματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πρόχωμᾰ | τὰ | προχώμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | προχώμᾰτος | τῶν | προχωμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | προχώμᾰτῐ | τοῖς | προχώμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | πρόχωμᾰ | τὰ | προχώμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | πρόχωμᾰ | προχώμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχώμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προχωμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πρόχωμα (ελληνιστική κοινή) < πρό- + αρχαία ελληνική χῶμα < χόω / χώννυμι
Ουσιαστικό
πρόχωμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) συσσώρευση χώματος που έχει γίνει μπροστά από κάποιον τόπο, φράγμα
Πηγές
- πρόχωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.