φυλακισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλακισμένος η φυλακισμένη το φυλακισμένο
      γενική του φυλακισμένου της φυλακισμένης του φυλακισμένου
    αιτιατική τον φυλακισμένο τη φυλακισμένη το φυλακισμένο
     κλητική φυλακισμένε φυλακισμένη φυλακισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλακισμένοι οι φυλακισμένες τα φυλακισμένα
      γενική των φυλακισμένων των φυλακισμένων των φυλακισμένων
    αιτιατική τους φυλακισμένους τις φυλακισμένες τα φυλακισμένα
     κλητική φυλακισμένοι φυλακισμένες φυλακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυλακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φυλακίζομαι

Μετοχή

φυλακισμένος, η, ο

  1. που βρίσκεται στη φυλακή ή σε χώρο που περιορίζει την ελευθερία του
  2. (μεταφορικά) ο δέσμιος, ο παγιδευμένος, που ζει σαν να βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.