φυλακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυλακισμένος | η | φυλακισμένη | το | φυλακισμένο |
| γενική | του | φυλακισμένου | της | φυλακισμένης | του | φυλακισμένου |
| αιτιατική | τον | φυλακισμένο | τη | φυλακισμένη | το | φυλακισμένο |
| κλητική | φυλακισμένε | φυλακισμένη | φυλακισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυλακισμένοι | οι | φυλακισμένες | τα | φυλακισμένα |
| γενική | των | φυλακισμένων | των | φυλακισμένων | των | φυλακισμένων |
| αιτιατική | τους | φυλακισμένους | τις | φυλακισμένες | τα | φυλακισμένα |
| κλητική | φυλακισμένοι | φυλακισμένες | φυλακισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυλακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φυλακίζομαι
Μετοχή
φυλακισμένος, η, ο
Μεταφράσεις
φυλακισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.