χους

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χους < αρχαία ελληνική χοῦς

Ουσιαστικό

χους αρσενικό

  1. το χώμα
    χους εκ χοός
  2. η λέξη χοῦς στο μονοτονικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.