χωματένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χωματένιος | η | χωματένια | το | χωματένιο |
| γενική | του | χωματένιου | της | χωματένιας | του | χωματένιου |
| αιτιατική | τον | χωματένιο | τη | χωματένια | το | χωματένιο |
| κλητική | χωματένιε | χωματένια | χωματένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χωματένιοι | οι | χωματένιες | τα | χωματένια |
| γενική | των | χωματένιων | των | χωματένιων | των | χωματένιων |
| αιτιατική | τους | χωματένιους | τις | χωματένιες | τα | χωματένια |
| κλητική | χωματένιοι | χωματένιες | χωματένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xo.maˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐μα‐τέ‐νιος
Μεταφράσεις
χωματένιος
|
→ δείτε τη λέξη χωμάτινος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.