λαχανικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαχανικό | τα | λαχανικά |
| γενική | του | λαχανικού | των | λαχανικών |
| αιτιατική | το | λαχανικό | τα | λαχανικά |
| κλητική | λαχανικό | λαχανικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαχανικό ουδέτερο
- (βοτανική, λαχανικό) χαμηλό φυτό που καλλιεργείται, ώστε οι καρποί του ή οι ρίζες του ή ο βλαστός του ή τα φύλλα του να φαγωθούν ωμά ή μαγειρεμένα, π.χ. τα όσπρια, η ντομάτα, η πατάτα, τα χόρτα, το λάχανο κ.λπ.· στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται φυτά των οποίων οι καρποί καταναλώνονται αφού πρώτα υποστούν μηχανική ή χημική επεξεργασία, όπως τα δημητριακά ή το ζαχαρότευτλο.
-
λαχανικό στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λαχανικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.