αναψυκτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναψυκτικό | τα | αναψυκτικά |
| γενική | του | αναψυκτικού | των | αναψυκτικών |
| αιτιατική | το | αναψυκτικό | τα | αναψυκτικά |
| κλητική | αναψυκτικό | αναψυκτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναψυκτικό ουδέτερο
- Ποτό χωρίς αλκοόλ, αεριούχο ή μη, που πίνεται συνήθως δροσερό, όπως λεμονάδα, πορτοκαλάδα, γκαζόζα
- ↪ να σας προσφέρω ένα κρύο αναψυκτικό;
Μεταφράσεις
αναψυκτικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
