αναψυκτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
      γενική του αναψυκτικού των αναψυκτικών
    αιτιατική το αναψυκτικό τα αναψυκτικά
     κλητική αναψυκτικό αναψυκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναψυκτικό < αναψυκτικός < αναψύχω
Αναψυκτικά με γεύση φρούτων.

Ουσιαστικό

αναψυκτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.