sap

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

sap (en)

  1. οπός, χυμός
  2. ανόητος, κουτορνίθι, ευκολόπιστος, εύπιστος, αφελής, χαζός, βλάκας

(οι λέξεις ανόητος και κουτορνίθι μεταφέρουν το νόημα και την σκωπτικότητα περισσότερο)

Ρήμα

sap (en)

  1. (κυριολεκτικά) & (μεταφορικά) εκμυζώ
  2. απομυζώ, εξασθενίζω, εξαντλώ, εξουθενώνω
  3. ξεραίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.