εκχύμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκχύμωση οι εκχυμώσεις
      γενική της εκχύμωσης* των εκχυμώσεων
    αιτιατική την εκχύμωση τις εκχυμώσεις
     κλητική εκχύμωση εκχυμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχυμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκχύμωση < αρχαία ελληνική ἐκχύμωσις

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈçi.mo.si/

Ουσιαστικό

εκχύμωση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εκροή αίματος από τα τριχοειδή αγγεία με ταυτόχρονο μελάνιασμα του δέρματος λόγω αιματώματος, χωρίς όμως να διαρραγεί τελείως η συνέχεια του δέρματος
  2. (συνεκδοχικά) το σχετικό αιμάτωμα που δημιουργείται
     συνώνυμα: μελάνιασμα, μελανιά
  3. η βιομηχανική παραγωγή χυμών από στύψιμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.