ὀπός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀπός οἱ ὀποί
      γενική τοῦ ὀποῦ τῶν ὀπῶν
      δοτική τῷ ὀπ τοῖς ὀποῖς
    αιτιατική τὸν ὀπόν τοὺς ὀπούς
     κλητική ! ὀπέ ὀποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sokʷos (χυμός)

Ουσιαστικό

ὀπός αρσενικό

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ὀπός θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.