χαλαρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χαλαρότης < χαλάω-χαλῶ) (χαλαρώνω, λύνω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

χαλαρότης θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.