lose
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | lose |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | loses |
| αόριστος | lost |
| παθητική μετοχή | lost |
| ενεργητική μετοχή | losing |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
lose (en)
- (μεταβατικό) χάνω, δεν μπορώ να βρω κάτι ή κάποιον
- ↪ I lost my keys again, maybe you know where I left them?
- Έχασα ξανά τα κλειδιά, μήπως ξέρεις πού τα άφησα;
- ↪ I lost my keys again, maybe you know where I left them?
- (μεταβατικό) χάνω, πρέπει να εγκαταλείψω κάτι· αποτυγχάνω να κρατήσω κάτι ή κάποιον
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χάνω, είμαι νικημένος· αποτυγχάνω να κερδίσω έναν διαγωνισμό, μια διαμάχη κτλ.
Εκφράσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.