χαλαρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλαρά < χαλαρ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.laˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλαρά
τονικό παρώνυμο: χάλαρα

Επίρρημα

χαλαρά

  1. όχι σφιχτά
    ο κόμπος ήταν δεμένος χαλαρά, γι' αυτό και λύθηκε
  2. χωρίς κάτι να είναι τεντωμένο
    το ύφασμα έπεφτε χαλαρά πάνω στο έπιπλο
  3. χωρίς ένταση και κούραση, με αργούς ρυθμούς
    στις διακοπές περάσαμε πολύ χαλαρά, μόνο μπάνιο, φαγητό και μπαράκια
  4. ως προτροπή σε κάποιον να χαλαρώσει, να μην αντιμετωπίζει κάποιο πράγμα με ένταση ή εκνευρισμό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαλαρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.