χάρτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χάρτα | οι | χάρτες |
| γενική | της | χάρτας | των | χαρτών |
| αιτιατική | τη | χάρτα | τις | χάρτες |
| κλητική | χάρτα | χάρτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάρτα < αρχαία ελληνική χάρτης αλλά με την επίδραση του λατινικού charta
Ουσιαστικό
χάρτα θηλυκό
Μεταφράσεις
χάρτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.