πάπυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάπυρος οι πάπυροι
      γενική του πάπυρου
& παπύρου
των πάπυρων
& παπύρων
    αιτιατική τον πάπυρο τους πάπυρους
& παπύρους
     κλητική πάπυρε πάπυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάπυρος < αρχαία ελληνική πάπυρος

Ουσιαστικό

πάπυρος αρσενικό

  1. το φυτό Cyperus papyrus, ιθαγενές στην κοιλάδα του ποταμού Νείλου
  2. γραφική ύλη παρόμοια με το χαρτί, από τα φύλλα αυτού του φυτού
  3. έγγραφο γραμμένο σε ένα κομμάτι τέτοιας γραφικής ύλης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.