ρολό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρολό τα ρολά
      γενική του ρολού των ρολών
    αιτιατική το ρολό τα ρολά
     κλητική ρολό ρολά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρολό <

Ουσιαστικό

ρολό ουδέτερο

  1. μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
    άλλες μορφές: ρόλος (αρσενικό)
  2. (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
    1. εργαλείο βαφής
    2. (φαγητά) φαγητό από κιμά σε σχήμα κυλίνδρου
    3. (κομμωτική) το ρόλεϊ
  3. προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
    ρολά κουφωμάτων

Εκφράσεις

  • κάνω κάτι ρολό: τυλίγω κάτι γύρω από ένα άξονα ώστε να γίνει ρολό
  • κατεβάζω τα ρολά: κλείνω το κατάστημα, (μεταφορικά) σταματώ να εργάζομαι ή να σκέφτομαι (λόγω κόπωσης)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.