ρολό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρολό | τα | ρολά |
| γενική | του | ρολού | των | ρολών |
| αιτιατική | το | ρολό | τα | ρολά |
| κλητική | ρολό | ρολά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρολό <
- για ρολό χαρτιού και κύλινδρο < (άμεσο δάνειο) γαλλική rouleau < rouler
- για το πλέγμα που ανεβοκατεβαίνει και για το ρολό των μαλλιών < (άμεσο δάνειο) βενετική rolo < γαλλική rouleau
- για τη συνταγή της μαγειρικής < λόγιο σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rolled roast [1]
Ουσιαστικό
ρολό ουδέτερο
- μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
- άλλες μορφές: ρόλος (αρσενικό)
- (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
- προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
- ↪ ρολά κουφωμάτων
Εκφράσεις
-
roller shutter στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
meatloaf στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ρολό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.