φωτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος φωτίζω
Ρήμα
φωτίζομαι, πρτ.: φωτιζόμουν, στ.μέλλ.: θα φωτιστώ, αόρ.: φωτίστηκα, μτχ.π.π.: φωτισμένος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.