φιλεύσπλαχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλεύσπλαχνος η φιλεύσπλαχνη το φιλεύσπλαχνο
      γενική του φιλεύσπλαχνου της φιλεύσπλαχνης του φιλεύσπλαχνου
    αιτιατική τον φιλεύσπλαχνο τη φιλεύσπλαχνη το φιλεύσπλαχνο
     κλητική φιλεύσπλαχνε φιλεύσπλαχνη φιλεύσπλαχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλεύσπλαχνοι οι φιλεύσπλαχνες τα φιλεύσπλαχνα
      γενική των φιλεύσπλαχνων των φιλεύσπλαχνων των φιλεύσπλαχνων
    αιτιατική τους φιλεύσπλαχνους τις φιλεύσπλαχνες τα φιλεύσπλαχνα
     κλητική φιλεύσπλαχνοι φιλεύσπλαχνες φιλεύσπλαχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλεύσπλαχνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλεύσπλαγχνος με αποβολή του ρινικού συμφώνου [1] < φίλος (φιλ- + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈlef.spla.xnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλεύσπλαχνος

Επίθετο

φιλεύσπλαχνος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις φίλος, ευ και σπλάχνο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.