ευαισθησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευαισθησία | οι | ευαισθησίες |
| γενική | της | ευαισθησίας | των | ευαισθησιών |
| αιτιατική | την | ευαισθησία | τις | ευαισθησίες |
| κλητική | ευαισθησία | ευαισθησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευαισθησία < αρχαία ελληνική εὐαισθησία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sensibilité[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ve.sθiˈsi.a/
Ουσιαστικό
ευαισθησία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ευαίσθητος σε κάποιον τομέα ή θέματα, να τα γνωρίζει σε βάθος και να ασχολείται περισσότερο μ’ αυτά
- η ικανότητα κάποιου να αισθάνεται εξωτερικά ερεθίσματα ή επιδράσεις
- η ικανότητα ενός επιστημονικού οργάνου να καταγράφει με ακρίβεια και διαβάθμιση κάποιους (εξωτερικούς) παράγοντες
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ευαίσθητος, ευ και αισθάνομαι
Μεταφράσεις
ικανότητα κάποιου να αισθάνεται εξωτερικά ερεθίσματα
ικανότητα καταγραφής εξωτερικών παραγόντων
|
Αναφορές
- ευαισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευαισθησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.