φιλευσπλαχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλευσπλαχνία | οι | φιλευσπλαχνίες |
| γενική | της | φιλευσπλαχνίας | των | φιλευσπλαχνιών |
| αιτιατική | τη | φιλευσπλαχνία | τις | φιλευσπλαχνίες |
| κλητική | φιλευσπλαχνία | φιλευσπλαχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλευσπλαχνία < φιλεύσπλαχν(ος) + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.lef.splaˈxni.a/
Συνώνυμα
- πονοψυχιά
- σπλαχνικότητα
- συμπόνια
- φιλανθρωπία
- ψυχοπόνια
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις φιλεύσπλαχνος, φίλος και σπλάχνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.