φιλεύσπλαχνα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιλεύσπλαχνα < φιλεύσπλαχν(ος) + -α
Μεταφράσεις
φιλεύσπλαχνα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φιλεύσπλαχνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιλεύσπλαχνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.