φιλάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλάνθρωπος οι φιλάνθρωποι
      γενική του φιλανθρώπου των φιλανθρώπων
    αιτιατική τον φιλάνθρωπο τους φιλανθρώπους
     κλητική φιλάνθρωπε φιλάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλάνθρωπος < αρχαία ελληνική φιλάνθρωπος < φίλος + ἄνθρωπος

Επίθετο

φιλάνθρωπος

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φιλάνθρωπος < φίλος και ἄνθρωπος

Επίθετο

φιλάνθρωπος, ος, ον

  1. που αγαπά το ανθρώπινο είδος (ημίθεοι, θεοί)
    ἔστι γὰρ θεῶν φιλανθρωπότατος (ο Πλάτωνας για τον αδικημένο όπως λέει στο Συμπόσιο θεό, τον Έρωτα)
    ὡς ἂν διδαχθῇ τὴν Διὸς τυραννίδα στέργειν, φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπου (για να μάθει με την τιμωρία του Δία ο Προμηθέας να μην ενισχύει τόσο πολύ τους ανθρώπους)
  2. πράος, ήπιος, ευγενής, θετικός με την κοινωνία
    ἀλλὰ Σωκράτης γε τἀναντία τούτων φανερὸς ἦν καὶ δημοτικὸς καὶ φιλάνθρωπος ὤν.
  3. που συντελεί στην ευμάρεια των ανθρώπων
    ἡ γεωργία οὕτω φιλάνθρωπός ἐστι καὶ πραεῖα τέχνη ὥστε καὶ ὁρῶντας καὶ ἀκούοντας ἐπιστήμονας εὐθὺς ἑαυτῆς ποιεῖν.
  4. υγιεινός, που ευνοεί την υγεία του ανρθώπου (ελληνιστική έννοια για τροφές κ.λπ.)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.