οίκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίκτος οι οίκτοι
      γενική του οίκτου των οίκτων
    αιτιατική τον οίκτο τους οίκτους
     κλητική οίκτε οίκτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οίκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἶκτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οίκτος

Ουσιαστικό

οίκτος αρσενικό

  1. το συναίσθημα της συμπάθειας για κάποιον που βρίσκεται σε πάσχουσα ή δυσάρεστη κατάσταση
     συνώνυμα: συμπόνια
  2. φιλευσπλαχνία
  3. (κακόσημο) περιφρόνηση, καταφρόνια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.