υγιεινή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υγιεινή | οι | υγιεινές |
| γενική | της | υγιεινής | των | υγιεινών |
| αιτιατική | την | υγιεινή | τις | υγιεινές |
| κλητική | υγιεινή | υγιεινές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʝi.iˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γι‐ει‐νή
- ομόηχο: υγιεινοί
Ετυμολογία 1
- υγιεινή < (λόγιο δάνειο) γαλλική hygiène < αρχαία ελληνική ὑγιεινός.[1] Μορφολογικά, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υγιεινός
Ουσιαστικό
υγιεινή θηλυκό
- το σύνολο των ενεργειών και των κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας του οργανισμού
- (ειδικότερα) η καθαριότητα, ως ενέργεια που συμβάλλει στη διατήρηση της καλής υγείας
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τις μεθόδους για την προστασία της υγείας [2]
- → δείτε και υγιεινολογία
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- υγιεινή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υγιεινή
Αναφορές
- υγιεινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.