ὑγίεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῠ̔γιειᾰ- (σε Σχόλια μερικές φορές ῠ̔γιειᾱ-)
ονομαστική ὑγίει αἱ ὑγίειαι
      γενική τῆς ὑγιείᾱς τῶν ὑγιειῶν
      δοτική τῇ ὑγιεί ταῖς ὑγιείαις
    αιτιατική τὴν ὑγίειᾰν τὰς ὑγιείᾱς
     κλητική ! ὑγίει ὑγίειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑγιεί
γεν-δοτ τοῖν  ὑγιείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑγίεια < ὑγιής, ὑγι(εσ)- + -εια

Ουσιαστικό

ὑγίεια, -ας θηλυκό

  1. υγεία
  2. ευεξία
  3. υγιεινή
  4. είδος πίτας που χρησιμοποιείται κατά τις θυσίες
  5. φάρμακο, θεραπεία
  6. προσωποποιημένο: Ὑγίεια

Σύνθετα

  • πλουθυγίεια
  • αὐτοϋγίεια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.