υγειονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υγειονόμος οι υγειονόμοι
      γενική του/της υγειονόμου των υγειονόμων
    αιτιατική τον/την υγειονόμο τους/τις υγειονόμους
     κλητική υγειονόμε υγειονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγειονόμος < καθαρεύουσα ὑγειονόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε υγεί(α) + -ο- + -νόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ʝi.oˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγειονόμος

Ουσιαστικό

υγειονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.