τσιμπάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσιμπάω < τσιμπ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπῶ[1] < *τσιμπίζω < *ἐξεμπίζω < *ἐμπίζω < αρχαία ελληνική ἐμπίς [2]

Κουνούπι την ώρα που τσιμπάει άνθρωπο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡simˈba.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐μπά‐ω
Ρήμα
τσιμπάω/τσιμπώ, πρτ.: τσιμπούσα/τσίμπατα, αόρ.: τσίμπησα, παθ.φωνή: τσιμπιέμαι, π.αόρ.: τσιμπήθηκα, μτχ.π.π.: τσιμπημένος
- πιέζω με ένα μυτερό όργανο
- πιέζω κάτι με δυο δάχτυλα ώστε να προξενήσω πόνο
- ↪ τόσο πολύ τον τσίμπησαν που ήρθε κατακόκκινος!
- (μεταφορικά) τρώω κάτι στα γρήγορα
- ↪ πάω να τσιμπήσω κάτι κι έρχομαι
- ≈ συνώνυμα: τσιμπολογάω / τσιμπολογώ
- (για έντομα) τρυπώ με το κεντρί
- ↪ οι μύγες τσιμπούν, φαίνεται πως θα βρέξει
- ↪ μην παίζεις με τις σφήκες γιατί θα σε τσιμπήσουν
- (για πουλιά) τρώω κάτι με το ράμφος
- ↪ τα περιστέρια έρχονται και τσιμπάνε τις ψίχες που τους πετάω
- (για ψάρια) δαγκώνω το δόλωμα μιας πετονιάς με το στόμα
- ↪ έχει ψάρι, τσιμπάει;
- ≈ συνώνυμα: αγκιστρώνομαι
- (μεταφορικά) παρασύρομαι από κάτι παραπλανητικό
- (μεταφορικά) ανταποκρίνομαι σε φλερτ ή ερωτικό κάλεσμα
- (μεταφορικά) βρίσκω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι (συνήθως παράνομο)
- ↪ τον τσίμπησε η αστυνομία τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει τη διάρρηξη
- ↪ τον τσίμπησα καθώς αντέγραφε από τον διπλανό του
- ≈ συνώνυμα: πιάνω, συλλαμβάνω
- (μεταφορικά) αυξάνω λίγο
Εκφράσεις
- μύγα σε τσίμπησε;: μου φαίνονται πολύ περίεργα αυτά που κάνεις
- τσίμπα 'να 'ρχίδι!: δεν μας χέζεις, άσε μας ήσυχους, δήλωση άρνησης, δυσφορίας, υποτίμησης ή μειωτικής σκωπτικότητας
Συγγενικά
- τσίμπημα
- τσιμπηματιά
- τσιμπημένος
- τσιμπητός
- τσιμπιά
- τσιμπιέμαι
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τσιμπάω - τσιμπώ | τσιμπούσα - τσίμπαγα | θα τσιμπάω - τσιμπώ | να τσιμπάω - τσιμπώ | τσιμπώντας | |
| β' ενικ. | τσιμπάς | τσιμπούσες - τσίμπαγες | θα τσιμπάς | να τσιμπάς | τσίμπα - τσίμπαγε | |
| γ' ενικ. | τσιμπάει - τσιμπά | τσιμπούσε - τσίμπαγε | θα τσιμπάει - τσιμπά | να τσιμπάει - τσιμπά | ||
| α' πληθ. | τσιμπάμε - τσιμπούμε | τσιμπούσαμε - τσιμπάγαμε | θα τσιμπάμε - τσιμπούμε | να τσιμπάμε - τσιμπούμε | ||
| β' πληθ. | τσιμπάτε | τσιμπούσατε - τσιμπάγατε | θα τσιμπάτε | να τσιμπάτε | τσιμπάτε | |
| γ' πληθ. | τσιμπάν(ε) - τσιμπούν(ε) | τσιμπούσαν(ε) - τσίμπαγαν - τσιμπάγανε | θα τσιμπάν(ε) - τσιμπούν(ε) | να τσιμπάν(ε) - τσιμπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τσίμπησα | θα τσιμπήσω | να τσιμπήσω | τσιμπήσει | ||
| β' ενικ. | τσίμπησες | θα τσιμπήσεις | να τσιμπήσεις | τσίμπα - τσίμπησε | ||
| γ' ενικ. | τσίμπησε | θα τσιμπήσει | να τσιμπήσει | |||
| α' πληθ. | τσιμπήσαμε | θα τσιμπήσουμε | να τσιμπήσουμε | |||
| β' πληθ. | τσιμπήσατε | θα τσιμπήσετε | να τσιμπήσετε | τσιμπήστε | ||
| γ' πληθ. | τσίμπησαν τσιμπήσαν(ε) |
θα τσιμπήσουν(ε) | να τσιμπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τσιμπήσει | είχα τσιμπήσει | θα έχω τσιμπήσει | να έχω τσιμπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τσιμπήσει | είχες τσιμπήσει | θα έχεις τσιμπήσει | να έχεις τσιμπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τσιμπήσει | είχε τσιμπήσει | θα έχει τσιμπήσει | να έχει τσιμπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τσιμπήσει | είχαμε τσιμπήσει | θα έχουμε τσιμπήσει | να έχουμε τσιμπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τσιμπήσει | είχατε τσιμπήσει | θα έχετε τσιμπήσει | να έχετε τσιμπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τσιμπήσει | είχαν τσιμπήσει | θα έχουν τσιμπήσει | να έχουν τσιμπήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τσιμπιέμαι | τσιμπιόμουν(α) | θα τσιμπιέμαι | να τσιμπιέμαι | ||
| β' ενικ. | τσιμπιέσαι | τσιμπιόσουν(α) | θα τσιμπιέσαι | να τσιμπιέσαι | ||
| γ' ενικ. | τσιμπιέται | τσιμπιόταν(ε) | θα τσιμπιέται | να τσιμπιέται | ||
| α' πληθ. | τσιμπιόμαστε | τσιμπιόμαστε τσιμπιόμασταν |
θα τσιμπιόμαστε | να τσιμπιόμαστε | ||
| β' πληθ. | τσιμπιέστε | τσιμπιόσαστε τσιμπιόσασταν |
θα τσιμπιέστε | να τσιμπιέστε | τσιμπιέστε | |
| γ' πληθ. | τσιμπιούνται | τσιμπιόνταν(ε) τσιμπιούνταν τσιμπιόντουσαν |
θα τσιμπιούνται | να τσιμπιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τσιμπήθηκα | θα τσιμπηθώ | να τσιμπηθώ | τσιμπηθεί | ||
| β' ενικ. | τσιμπήθηκες | θα τσιμπηθείς | να τσιμπηθείς | τσιμπήσου | ||
| γ' ενικ. | τσιμπήθηκε | θα τσιμπηθεί | να τσιμπηθεί | |||
| α' πληθ. | τσιμπηθήκαμε | θα τσιμπηθούμε | να τσιμπηθούμε | |||
| β' πληθ. | τσιμπηθήκατε | θα τσιμπηθείτε | να τσιμπηθείτε | τσιμπηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τσιμπήθηκαν τσιμπηθήκαν(ε) |
θα τσιμπηθούν(ε) | να τσιμπηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τσιμπηθεί | είχα τσιμπηθεί | θα έχω τσιμπηθεί | να έχω τσιμπηθεί | τσιμπημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τσιμπηθεί | είχες τσιμπηθεί | θα έχεις τσιμπηθεί | να έχεις τσιμπηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τσιμπηθεί | είχε τσιμπηθεί | θα έχει τσιμπηθεί | να έχει τσιμπηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τσιμπηθεί | είχαμε τσιμπηθεί | θα έχουμε τσιμπηθεί | να έχουμε τσιμπηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τσιμπηθεί | είχατε τσιμπηθεί | θα έχετε τσιμπηθεί | να έχετε τσιμπηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τσιμπηθεί | είχαν τσιμπηθεί | θα έχουν τσιμπηθεί | να έχουν τσιμπηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τσιμπημένος - είμαστε, είστε, είναι τσιμπημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τσιμπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τσιμπημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τσιμπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τσιμπημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τσιμπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τσιμπημένοι | |||||
Μεταφράσεις
για πουλιά
Αναφορές
- τσιμπώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.