φλερτ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φλερτ < αγγλική flirt

Ουσιαστικό

φλερτ ουδέτερο άκλιτο

  1. η ερωτική προσέγγιση, το φλερτάρισμα, η ερωτοτροπία, το κόρτε
  2. το άτομο με το οποίο έχω αρχίσει και συνδέομαι ερωτικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.