φλερτ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
φλερτ ουδέτερο άκλιτο
- η ερωτική προσέγγιση, το φλερτάρισμα, η ερωτοτροπία, το κόρτε
- το άτομο με το οποίο έχω αρχίσει και συνδέομαι ερωτικά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.