τσίμπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσίμπημα | τα | τσιμπήματα |
| γενική | του | τσιμπήματος | των | τσιμπημάτων |
| αιτιατική | το | τσίμπημα | τα | τσιμπήματα |
| κλητική | τσίμπημα | τσιμπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sim.bi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐μπη‐μα
Ουσιαστικό
τσίμπημα ουδέτερο
- το άγγιγμα με μυτερό αντικείμενο, ο νυγμός
- ↪ το τσίμπημα της καρφίτσας
- δάγκωμα από έντομο
- ↪ το τσίμπημα της μέλισσας
- το αποτέλεσμα του τσιμπώ, το σημάδι που μένει από το τσίμπημα
- ↪ τα χέρια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια
- οξύς, μικρής διάρκειας πόνος σε μέρος του σώματος
- ↪ αισθάνομαι τσιμπήματα στο στομάχι
- ↪ (μεταφορικά) ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας
- (για πουλιά και ψάρια) το πιάσιμο της τροφής ή του δολώματος, το ράμφισμα
- ↪ καθώς τραβούσε την πετονιά ένιωσε το τσίμπημα του ψαριού
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.