δόλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δόλωμα | τα | δολώματα |
| γενική | του | δολώματος | των | δολωμάτων |
| αιτιατική | το | δόλωμα | τα | δολώματα |
| κλητική | δόλωμα | δολώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
.jpg.webp)
Τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðo.lo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐λω‐μα
Ουσιαστικό
δόλωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- δολωματάκι
- → δείτε τις λέξεις δολώνω και δόλος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δόλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δόλωμᾰ | τὰ | δολώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | δολώμᾰτος | τῶν | δολωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | δολώμᾰτῐ | τοῖς | δολώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | δόλωμᾰ | τὰ | δολώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | δόλωμᾰ | δολώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δολώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δολωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- δόλωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δόλωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.