δαγκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Σκύλος δαγκώνει μπάλα.

Ετυμολογία

δαγκώνω < δαγκάνω < αρχαία ελληνική δάκνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaŋˈɡo.no/

Ρήμα

δαγκώνω, πρτ.: δάγκωνα, στ.μέλλ.: θα δαγκώσω, αόρ.: δάγκωσα, παθ.φωνή: δαγκώνομαι, μτχ.π.π.: δαγκωμένος

  1. ενώνω τις σιαγόνες μου και σφίγγω κάτι ανάμεσα στα δόντια μου για να το κόψω ή να το κρατήσω σφιχτά. Λέγεται για τροφή αλλά και για οποιοδήποτε αντικείμενο, καθώς και για επιθετική ενέργεια
    ο Αδάμ δάγκωσε το μήλο
    δάγκωνε τα χείλη της από θυμό
    πραγματική είδηση είναι το να δαγκώσει ένας άνθρωπος ένα σκύλο

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.