δαγκώνω
Νέα ελληνικά (el)

Σκύλος δαγκώνει μπάλα.
Ετυμολογία
- δαγκώνω < δαγκάνω < αρχαία ελληνική δάκνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaŋˈɡo.no/
Ρήμα
δαγκώνω, πρτ.: δάγκωνα, στ.μέλλ.: θα δαγκώσω, αόρ.: δάγκωσα, παθ.φωνή: δαγκώνομαι, μτχ.π.π.: δαγκωμένος
- ενώνω τις σιαγόνες μου και σφίγγω κάτι ανάμεσα στα δόντια μου για να το κόψω ή να το κρατήσω σφιχτά. Λέγεται για τροφή αλλά και για οποιοδήποτε αντικείμενο, καθώς και για επιθετική ενέργεια
- ο Αδάμ δάγκωσε το μήλο
- δάγκωνε τα χείλη της από θυμό
- πραγματική είδηση είναι το να δαγκώσει ένας άνθρωπος ένα σκύλο
Εκφράσεις
- δαγκώνω τη λαμαρίνα
- δάγκωσε τη γλώσσα σου!: λέγεται σε κάποιον που προβλέπει κάτι άσχημο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δαγκώνω | δάγκωνα | θα δαγκώνω | να δαγκώνω | δαγκώνοντας | |
| β' ενικ. | δαγκώνεις | δάγκωνες | θα δαγκώνεις | να δαγκώνεις | δάγκωνε | |
| γ' ενικ. | δαγκώνει | δάγκωνε | θα δαγκώνει | να δαγκώνει | ||
| α' πληθ. | δαγκώνουμε | δαγκώναμε | θα δαγκώνουμε | να δαγκώνουμε | ||
| β' πληθ. | δαγκώνετε | δαγκώνατε | θα δαγκώνετε | να δαγκώνετε | δαγκώνετε | |
| γ' πληθ. | δαγκώνουν(ε) | δάγκωναν δαγκώναν(ε) |
θα δαγκώνουν(ε) | να δαγκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δάγκωσα | θα δαγκώσω | να δαγκώσω | δαγκώσει | ||
| β' ενικ. | δάγκωσες | θα δαγκώσεις | να δαγκώσεις | δάγκωσε | ||
| γ' ενικ. | δάγκωσε | θα δαγκώσει | να δαγκώσει | |||
| α' πληθ. | δαγκώσαμε | θα δαγκώσουμε | να δαγκώσουμε | |||
| β' πληθ. | δαγκώσατε | θα δαγκώσετε | να δαγκώσετε | δαγκώστε | ||
| γ' πληθ. | δάγκωσαν δαγκώσαν(ε) |
θα δαγκώσουν(ε) | να δαγκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δαγκώσει | είχα δαγκώσει | θα έχω δαγκώσει | να έχω δαγκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δαγκώσει | είχες δαγκώσει | θα έχεις δαγκώσει | να έχεις δαγκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δαγκώσει | είχε δαγκώσει | θα έχει δαγκώσει | να έχει δαγκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δαγκώσει | είχαμε δαγκώσει | θα έχουμε δαγκώσει | να έχουμε δαγκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δαγκώσει | είχατε δαγκώσει | θα έχετε δαγκώσει | να έχετε δαγκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δαγκώσει | είχαν δαγκώσει | θα έχουν δαγκώσει | να έχουν δαγκώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.