ανταποκρίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανταποκρίνομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀνταποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ἀποκρίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποκρίνω < κρίνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική correspondre)

Ρήμα

ανταποκρίνομαι

  1. συμφωνώ με κάτι, αντιστοιχώ σ’ αυτό ή βρίσκομαι σε αναλογία μ’ αυτό
  2. είμαι αρκετός ή αντάξιος
     συνώνυμα: επαρκώ
  3. δέχομαι, αντιδρώ θετικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.