travail

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

travail < travailler < λατινική tripálĭus< tripálĭum

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
travail travaux

travail (fr) αρσενικό

  1. η δουλειά, το έργο, η δούλεψη
  2. ο άθλος
    Les douze travaux d’Héraclès. Oι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
  3. ο τοκετός
     συνώνυμα: accouchement

Συγγενικά



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet travauz travail
cas régime travail travauz

travail αρσενικό

  1. κόπος, ταλαιπωρία
  2. δεινοπάθημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.