τετελεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετελεσμένος | η | τετελεσμένη | το | τετελεσμένο |
| γενική | του | τετελεσμένου | της | τετελεσμένης | του | τετελεσμένου |
| αιτιατική | τον | τετελεσμένο | την | τετελεσμένη | το | τετελεσμένο |
| κλητική | τετελεσμένε | τετελεσμένη | τετελεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετελεσμένοι | οι | τετελεσμένες | τα | τετελεσμένα |
| γενική | των | τετελεσμένων | των | τετελεσμένων | των | τετελεσμένων |
| αιτιατική | τους | τετελεσμένους | τις | τετελεσμένες | τα | τετελεσμένα |
| κλητική | τετελεσμένοι | τετελεσμένες | τετελεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τετελεσμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τετελεσμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.te.leˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τε‐λε‐σμέ‐νος
Μετοχή
τετελεσμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό
- λόγιο συνώνυμο του τελειωμένος: που έχει ήδη γίνει, που έχει ήδη πραγματοποιηθεί και οριστικοποιηθεί
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη τετελεσμένο
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- τετελεσμένος μέλλοντας (γραμματική)
Εκφράσεις
- τετελεσμένο γεγονός
- προ τετελεσμένου γεγονότος
Πηγές
- τετελεσμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τετελεσμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τετελεσμένος | ἡ | τετελεσμένη | τὸ | τετελεσμένον |
| γενική | τοῦ | τετελεσμένου | τῆς | τετελεσμένης | τοῦ | τετελεσμένου |
| δοτική | τῷ | τετελεσμένῳ | τῇ | τετελεσμένῃ | τῷ | τετελεσμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | τετελεσμένον | τὴν | τετελεσμένην | τὸ | τετελεσμένον |
| κλητική ὦ! | τετελεσμένε | τετελεσμένη | τετελεσμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τετελεσμένοι | αἱ | τετελεσμέναι | τὰ | τετελεσμένᾰ |
| γενική | τῶν | τετελεσμένων | τῶν | τετελεσμένων | τῶν | τετελεσμένων |
| δοτική | τοῖς | τετελεσμένοις | ταῖς | τετελεσμέναις | τοῖς | τετελεσμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | τετελεσμένους | τὰς | τετελεσμένᾱς | τὰ | τετελεσμένᾰ |
| κλητική ὦ! | τετελεσμένοι | τετελεσμέναι | τετελεσμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετελεσμένω | τὼ | τετελεσμένᾱ | τὼ | τετελεσμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | τετελεσμένοιν | τοῖν | τετελεσμέναιν | τοῖν | τετελεσμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.