συντελεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντελεσμένος | η | συντελεσμένη | το | συντελεσμένο |
| γενική | του | συντελεσμένου | της | συντελεσμένης | του | συντελεσμένου |
| αιτιατική | τον | συντελεσμένο | τη | συντελεσμένη | το | συντελεσμένο |
| κλητική | συντελεσμένε | συντελεσμένη | συντελεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντελεσμένοι | οι | συντελεσμένες | τα | συντελεσμένα |
| γενική | των | συντελεσμένων | των | συντελεσμένων | των | συντελεσμένων |
| αιτιατική | τους | συντελεσμένους | τις | συντελεσμένες | τα | συντελεσμένα |
| κλητική | συντελεσμένοι | συντελεσμένες | συντελεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντελώ
Μεταφράσεις
συντελεσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.