τετέλεσται

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τετέλεσται < ελληνιστική κοινή τετέλεσται[1] < αρχαία ελληνική τετέλεσται, γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού παρακειμένου του τελέω

Επιφώνημα

τετέλεσται

  • (λόγιο) για δραματική δήλωση του τέλους ή του επικείμενου θανάτου
      Αν όμως ο ίδιος ο χρόνος μπορεί να τελειώσει, τότε οπωσδήποτε δεν έχουμε έξοδο διαφυγής. Δεν θα υπάρχει χρόνος για να ξεκινήσει τίποτε καινούργιο. Τετέλεσται. (εφ. Το Βήμα, 28.12.2011)
      Αλλ' αύριον πρόκειται αγών έως θανάτου και υπέρ των τριών, διότι, αν οι Τούρκοι νικήσωσι, τετέλεσται η πίστης ! τετέλεσται η πατρίς και η ελευθερία ! τετέλεσται και η ζωή των συγγενών και φίλων ! (Παναγιώτης Σούτσος, Ἡ Χαριτινη, ἠ το κάλλος της Χριστιανικής Θρησκείας, ..., 1864, σελ. 156)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

τετέλεσται

Πηγές

Σημειώσεις

  1. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει: Διψῶ. Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δέ, πλήσαντες σπόγγον ὄξους, καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες, προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε: Τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα. (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 293)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.