τετελεσμένο γεγονός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τετελεσμένο γεγονός < → δείτε τις λέξεις τετελεσμένος και γεγονός
Προφορά
- ΔΦΑ : /teteleˈzmeno ʝegoˈnos/
Έκφραση
τετελεσμένο γεγονός ουδέτερο
- γεγονός που έχει γίνει και δεν μπορεί να αναστραφεί
- ↪ Πρέπει να το αποδεχτούμε ως τετελεσμένο γεγονός.
- → δείτε και τους όρους οριστικός, τελεσίδικος και fait accompli
Μεταφράσεις
τετελεσμένο γεγονός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.