τεφροδόχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τεφροδόχη | οι | τεφροδόχες |
| γενική | της | τεφροδόχης | των | τεφροδοχών |
| αιτιατική | την | τεφροδόχη | τις | τεφροδόχες |
| κλητική | τεφροδόχη | τεφροδόχες | ||
| Συγκρίνετε με τη κλίση του τεφροδόχος. | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τεφροδόχη < τέφρ(α) + -ο- + -δόχη κατά την ελληνιστική καπνοδόχη [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.fɾoˈðo.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐φρο‐δό‐χη
Μεταφράσεις
χώρος που δέχεται στάχτη
|
|
Αναφορές
- τεφροδόχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.