αποτέφρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτέφρωση οι αποτεφρώσεις
      γενική της αποτέφρωσης* των αποτεφρώσεων
    αιτιατική την αποτέφρωση τις αποτεφρώσεις
     κλητική αποτέφρωση αποτεφρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτεφρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτέφρωση < αποτεφρώ(νω) + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ < ἀπό < αρχαία ελληνική τέφρα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈte.fɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποτέφρωση

Ουσιαστικό

αποτέφρωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.