τεφρά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈfɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεφρά
τονικό παρώνυμο: τέφρα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τεφρά

  1. (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεφρός
    εναλλακτικά: τεφρή
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (τεφρό) του τεφρός



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τεφρᾱ́

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεφρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του τεφρός

τεφρᾰ́

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.