σποδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σποδός | οι | σποδοί |
| γενική | της | σποδού | των | σποδών |
| αιτιατική | τη | σποδό | τις | σποδούς |
| κλητική | σποδέ | σποδοί | ||
| Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σποδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σποδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /spoˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπο‐δός
Ουσιαστικό
σποδός θηλυκό
- η τέφρα από το σώμα ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
- ※ Το κάψιμο των νεκρών και το σκόρπισμα της σποδού στους τέσσερις ανέμους είναι συνεπέστερο στο φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος [μυθιστόρημα]
- ※ Το κάψιμο των νεκρών και το σκόρπισμα της σποδού στους τέσσερις ανέμους είναι συνεπέστερο στο φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
- η ηφαιστειακή τέφρα
- ↪ Η Πομπηία θάφτηκε κάτω από την ηφαιστειακή σποδό του Βεζούβιου.
Πηγές
- σποδός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σποδός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σποδός | αἱ | σποδοί |
| γενική | τῆς | σποδοῦ | τῶν | σποδῶν |
| δοτική | τῇ | σποδῷ | ταῖς | σποδοῖς |
| αιτιατική | τὴν | σποδόν | τὰς | σποδούς |
| κλητική ὦ! | σποδέ | σποδοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σποδώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σποδοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σποδός < άγνωστης ετυμολογίας
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σποδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σποδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.