μάγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάγμα τα μάγματα
      γενική του μάγματος των μαγμάτων
    αιτιατική το μάγμα τα μάγματα
     κλητική μάγμα μάγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγμα < μεταγενέστερη μάγμα < αρχαία ελληνική μάσσω

Ουσιαστικό

μάγμα ουδέτερο

  1. διάπυρη μάζα που δεν έχει στερεοποιηθεί ακόμα στο εσωτερικό της γης και βρίσκεται σε μεγάλο βάθος
  2. ό,τι είναι μαλακό αλλά και σφιχτό σαν το ζυμάρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.