τεφρώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεφρώδης η τεφρώδης το τεφρώδες
      γενική του τεφρώδους της τεφρώδους του τεφρώδους
    αιτιατική τον τεφρώδη την τεφρώδη το τεφρώδες
     κλητική τεφρώδη(ς) τεφρώδης τεφρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεφρώδεις οι τεφρώδεις τα τεφρώδη
      γενική των τεφρωδών των τεφρωδών των τεφρωδών
    αιτιατική τους τεφρώδεις τις τεφρώδεις τα τεφρώδη
     κλητική τεφρώδεις τεφρώδεις τεφρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεφρώδης < ελληνιστική κοινή τεφρώδης[1] [2] < αρχαία ελληνική τέφρα

Επίθετο

τεφρώδης

  1. που μοιάζει με την τέφρα ως προς το χρώμα ή τη σύσταση
  2. που καλύπτεται ή αποτελείται από τέφρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. τεφρώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τεφρώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.