συνωμότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνωμότης οι συνωμότες
      γενική του συνωμότη των συνωμοτών
    αιτιατική τον συνωμότη τους συνωμότες
     κλητική συνωμότη συνωμότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνωμότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνωμότης

ορθογραφία

Στις σύνθετες λέξεις του όμνυμι το -ο εκτείνεται δηλαδή μετατρέπται σε μακρό -ω, όπως από το όνομα ανώνυμος, επώνυμος, φερώνυμος, περιώνυμος, από το οδύνη ανώδυνος, επώδυνος.

Ουσιαστικό

συνωμότης αρσενικό (θηλυκό συνωμότρια & συνωμότισσα)

  • αυτός που συμμετέχει σε μια συνωμοσία, που σχεδιάζει κάτι μυστικά μαζί με άλλους
      Συμμετέχω σε μια συνωμοσία σιωπής, και μπορεί το Bacardi να έλυσε λίγο τη γλώσσα μου, αλλά παραμένω καλός συνωμότης . (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Φυσαλία η καλλιαύχην [διήγημα])

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνωμότης οἱ συνωμόται
      γενική τοῦ συνωμότου τῶν συνωμοτῶν
      δοτική τῷ συνωμότ τοῖς συνωμόταις
    αιτιατική τὸν συνωμότην τοὺς συνωμότᾱς
     κλητική ! συνωμότ συνωμόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνωμότ
γεν-δοτ τοῖν  συνωμόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνωμότης < συν- + ομ- (ὄμνυμι) με έκταση του ο- > ω- λόγω της σύνθεσης + -ότης [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃emh₃-. Δείτε και συνόμνυμι.

Ουσιαστικό

συνωμότης αρσενικό

  1. συνωμότης, που μετέχει σε συνωμοσία
  2. ομόσπονδος, σύμμαχος
     συνώνυμα: συνώμοτος

Παράγωγα

 και δείτε τις λέξεις συνόμνυμι, σύν και ὄμνυμι
Δε σχετίζεται η συνωμία (< ὦμος) και τα συγγενικά της.

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.