ὦμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὦμος οἱ ὦμοι
      γενική τοῦ ὤμου τῶν ὤμων
      δοτική τῷ ὤμ τοῖς ὤμοις
    αιτιατική τὸν ὦμον τοὺς ὤμους
     κλητική ! ὦμε ὦμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὤμω
γεν-δοτ τοῖν  ὤμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὦμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὦμος αρσενικό

  1. ο ώμος
  2. οι αντίστοιχες αρθρώσεις των ζώων
      Ξενοφών, Περὶ Ἱππικῆς 8.1
    ἃ δὲ φοβοῦνταί τινες μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους κατὰ τὰ πρανῆ ἐλαυνόμενοι
    φοβούνταν μήπως καθώς προχωρούσαν στην κατηφόρα βγουν οι ώμοι <των αλόγων>)

Σύνθετα

  • ὠμοπλάτη
  • ὠμοχάραξ
  • ἐπωμίς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.