περιώνυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιώνυμος η περιώνυμη το περιώνυμο
      γενική του περιώνυμου της περιώνυμης του περιώνυμου
    αιτιατική τον περιώνυμο την περιώνυμη το περιώνυμο
     κλητική περιώνυμε περιώνυμη περιώνυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιώνυμοι οι περιώνυμες τα περιώνυμα
      γενική των περιώνυμων των περιώνυμων των περιώνυμων
    αιτιατική τους περιώνυμους τις περιώνυμες τα περιώνυμα
     κλητική περιώνυμοι περιώνυμες περιώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιώνυμος < αρχαία ελληνική περιώνυμος < περί + ὄνυμα

Επίθετο

περιώνυμος -η -ο

  • γνωστός σε όλους, που όλοι ξέρουν το όνομά του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.