συνωμοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνωμοτώ < συνωμότης
Ρήμα
συνωμοτώ, πρτ.: συνωμοτούσα, στ.μέλλ.: θα συνωμοτήσω, αόρ.: συνωμότησα
- συμμετέχω ή οργανώνω μια συνωμοσία, σχεδιάζω κάτι μυστικά μαζί με άλλους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.