συνωμοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνωμοτικός | η | συνωμοτική | το | συνωμοτικό |
| γενική | του | συνωμοτικού | της | συνωμοτικής | του | συνωμοτικού |
| αιτιατική | τον | συνωμοτικό | τη | συνωμοτική | το | συνωμοτικό |
| κλητική | συνωμοτικέ | συνωμοτική | συνωμοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνωμοτικοί | οι | συνωμοτικές | τα | συνωμοτικά |
| γενική | των | συνωμοτικών | των | συνωμοτικών | των | συνωμοτικών |
| αιτιατική | τους | συνωμοτικούς | τις | συνωμοτικές | τα | συνωμοτικά |
| κλητική | συνωμοτικοί | συνωμοτικές | συνωμοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνωμοτικός < ελληνιστική κοινή *συνωμοτικός (απαντά μόνο το επίρρημα συνωμοτικῶς) < αρχαία ελληνική συνωμότης < σύν + ὄμνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃emh₃-
Επίθετο
συνωμοτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συνωμοσία
Μεταφράσεις
συνωμοτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.