συνωμοσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνωμοσιολογικός | η | συνωμοσιολογική | το | συνωμοσιολογικό |
| γενική | του | συνωμοσιολογικού | της | συνωμοσιολογικής | του | συνωμοσιολογικού |
| αιτιατική | τον | συνωμοσιολογικό | τη | συνωμοσιολογική | το | συνωμοσιολογικό |
| κλητική | συνωμοσιολογικέ | συνωμοσιολογική | συνωμοσιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνωμοσιολογικοί | οι | συνωμοσιολογικές | τα | συνωμοσιολογικά |
| γενική | των | συνωμοσιολογικών | των | συνωμοσιολογικών | των | συνωμοσιολογικών |
| αιτιατική | τους | συνωμοσιολογικούς | τις | συνωμοσιολογικές | τα | συνωμοσιολογικά |
| κλητική | συνωμοσιολογικοί | συνωμοσιολογικές | συνωμοσιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνωμοσιολογικός < συνωμοσιολογία + -ικός
Επίθετο
συνωμοσιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη συνωμοσιολογία ή τον συνωμοσιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συνωμοσία
Μεταφράσεις
συνωμοσιολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.