ὄμνυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

  • λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ὄμνυμι και ὀμνύω,παρατ. ὤμνυν και ὤμνυον, αόρ. ὤμοσσα και ὄμοσ(σ)α, μέσος μέλλ. με ενεργητική σημασία ὀμοῦμαι και ελληνιστική κοινή. ὀμόσω, παρακ. ὀμώμοκα, ὠμωμόκειν, (σύνθ. - ὀμωμοκὼς ἔσομαι), (σύνθ. -όμνυμαι), (σύνθ. -ωμνύμην), -, (σύνθ. -ὠμοσάμην), γ΄ εν. πρκ. ὀμώμο(σ)ται, γ΄ πληθ. πρκ. ὀμώμονται, μτχ. ὀμωμοσμένος, παθ. μέλλ. ὀμοσθήσομαι, παθ. αόρ. ὠμόσθην και σπάνια ὠμόθην

  1. ορκίζομαι σε κάτι, σε κάποιον
  2. (αμετάβατο) ορκίζομαι, δίνω τον λόγο μου

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Σύνθετα

  • ἀνθυπόμνυμι
  • ἀντόμνυμι
  • ἀπόμνυμι
  • διόμνυμι
  • ἐξόμνυμι
  • ἐπόμνυμι
  • κατόμνυμι
  • προόμνυμι
  • προσεπόμνυμι
  • προσόμνυμι
  • συνεξόμνυμι
  • συνεπόμνυμι
  • συνόμνυμι
  • ὑπόμνυμι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.